- αἰσχύνει
- αἰσχύ̱νει , αἰσχύνωmake uglyaor subj act 3rd sg (epic)αἰσχύ̱νει , αἰσχύνωmake uglypres ind mp 2nd sgαἰσχύ̱νει , αἰσχύνωmake uglypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰσχυνεῖ — αἰσχύνω make ugly fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) αἰσχύνω make ugly fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek